τρυφερόν — τρυφερός delicate masc acc sg τρυφερός delicate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερός — ή, ό / τρυφερός, ά, όν, ΝΜΑ απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω», Σολωμ. β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ. γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα»… … Dictionary of Greek
FIBER — animal ἀμφίβιον, idem cum castore, quam vocem vide supra; per universum Pontum plurimus Lutris similis est, animal morsu potentissimum, adeo ut cum hominem invadit, conventum dentium non prius laxet, quam concrepuisse persenserit fracta ossa.… … Hofmann J. Lexicon universale
MUSA — I. MUSA Arbor Aegypto familiaris, Graecis veterib. μύζα, de qua multa commentatur ad Solin. Salmas. p. 1310. et seqq. Sed et Musae, mitabile genus fructuum, quod Baruthi sive Berythi Phoeniciae quondam non ignobili urbe provenit, de quo… … Hofmann J. Lexicon universale
σαύλος — αύλη, ον, Α 1. (για τρόπο βαδίσματος και συμπεριφοράς) επιτηδευμένος, θηλυπρεπής, προκλητικός, ο τρόπος με τον οποίο βάδιζαν οι εταίρες και οι βακχεύουσες 2. (για ίππο) αυτός που βαδίζει καμαρωτά («σαῡλος βαίνειν, ἵππος ὡς κορωνίδης», Σιμων.) 3.… … Dictionary of Greek
συνεκθηλύνω — Α συνεργώ σε εκθήλυνση («αἱ χροαὶ τρυφερὸν ἔχουσαί τι συνεκθηλύνουσι τοὺς μεταχειριζομένους», Κλέαρχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθηλύνω «καθιστώ κάποιον θηλυπρεπή»] … Dictionary of Greek
σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… … Dictionary of Greek